carcass$11370$ - ορισμός. Τι είναι το carcass$11370$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι carcass$11370$ - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Carcase; Carcass (disambiguation)

Carcass (projectile)         
  • Drawing of a carcass shell
EARLY FORM OF INCENDIARY BOMB OR SHELL, INTENDED TO SET TARGETS ON FIRE
Carcass (ammunition)
A carcass was an early form of incendiary bomb or shell, intended to set targets on fire. It comprised an external casing, usually of cast iron, filled with a highly flammable mixture, and having three to five holes through which the burning filling could blaze outward.
carcass         
n.
1.
Dead body (of an animal), corpse, corse.
2.
Body (in contempt or ridicule).
3.
Mere framework.
carcass         
(Brit. also carcase)
¦ noun
1. the dead body of an animal, especially one prepared for cutting up as meat.
the remains of a cooked bird after all the edible parts have been removed.
2. the structural framework of a building, ship, or piece of furniture.
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr. carcois, var. of OFr. charcois; in later use from Fr. carcasse; of unknown ultimate origin.

Βικιπαίδεια

Carcass

Carcass or Carcase (both pronounced ) may refer to:

  • Dressed carcass, the body of a livestock animal ready for butchery, after removal of skin, visceral organs, head, feet etc.
  • Carrion, the decaying dead body of an animal or human being
  • The structural system or frame of a structure, especially one not normally seen
  • Carcass saw, a type of backsaw